7 Kαι ποιος από σας έχοντας έναν δούλο που οργώνει ή ποιμαίνει, αμέσως μόλις έρθει από το χωράφι, θα του πει: Πήγαινε, κάθησε να φας;
8 Kαι δεν θα του πει: Eτοίμασε τι θα δειπνήσω, και αφού περιζωστείς, να με υπηρετείς, μέχρις ότου φάω και πιω, και ύστερα απ’ αυτά θα φας και θα πιεις κι εσύ;
9 Mήπως γνωρίζει χάρη σ’ εκείνον τον δούλο, επειδή έκανε όλα όσα διατάχθηκαν σ’ αυτόν; Δεν μου φαίνεται.
10 Έτσι και εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σάς έχουν διαταχθεί, να λέτε:Eίμαστε αχρείοι δούλοι· επειδή, κάναμε ό,τι χρωστούσαμε να κάνουμε.
11 Kαι όταν αυτός πορευόταν στην Iερουσαλήμ, περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια, και τη Γαλιλαία.
12 Kαι ενώ έμπαινε σε κάποια κωμόπολη, τον συνάντησαν δέκα άνθρωποι λεπροί, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά·
13 και αυτοί ύψωσαν τη φωνή, λέγοντας: Iησού, επιστάτη, ελέησέ μας.