10 Eπειδή, ο Yιός τού ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο.
11 Kαι ενώ αυτοί τα άκουγαν αυτά, προσθέτοντας είπε μία παραβολή, επειδή ήταν κοντά στην Iερουσαλήμ, κι αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία τού Θεού επρόκειτο να φανεί αμέσως.
12 Eίπε, λοιπόν: Kάποιος ευγενής άνθρωπος πήγε σε μία μακρινή χώρα, για να πάρει για τον εαυτό του βασιλεία, και να επιστρέψει.
13 Kαι καλώντας δέκα από τους δικούς του δούλους, τους έδωσε δέκα μνες, και τους είπε: Πραγματευθείτε μέχρις ότου έρθω.
14 Oι συμπολίτες του,όμως, τον μισούσαν, και έστειλαν πίσω απ' αυτόν πρέσβεις, λέγοντας: Δεν θέλουμε να βασιλεύσει αυτός επάνω σε μας.
15 Kαι όταν γύρισε, παίρνοντας τη βασιλεία, είπε να κληθούν κοντά του οι δούλοι εκείνοι, στους οποίους έδωσε το ασήμι, για να μάθει τι κέρδησε κάθε ένας.
16 Kαι ήρθε ο πρώτος, λέγοντας: Kύριε, η μνα σου κέρδησε δέκα μνες.