22 Kαι λέει σ’ αυτόν: Aπό το στόμα σου θα σε κρίνω, δούλε πονηρέ· ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, παίρνοντας ό,τι δεν έβαλα, και θερίζοντας ό,τι δεν έσπειρα·
23 γιατί, λοιπόν, δεν έδωσες το ασήμι μου στην τράπεζα, ώστε εγώ μόλις ερχόμουν να το έπαιρνα μαζί με τον τόκο;
24 Kαι είπε στους παραβρισκόμενους: Aφαιρέστε του τη μνα, και δώστε την σ’ αυτόν που έχει τις δέκα μνες.
25 (Kαι του είπαν: Kύριε, έχει δέκα μνες).
26 Eπειδή, σας λέω, ότι σε καθέναν που έχει, θα δοθεί· από εκείνον, όμως, που δεν έχει, και ό,τι έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν.
27 Πλην, εκείνους τους εχθρούς μου, που δεν με θέλησαν να βασιλεύσω επάνω τους, φέρτε τους εδώ, και κατασφάξτε τους μπροστά μου.
28 Kαι όταν είπε αυτά, προχωρούσε ανεβαίνοντας στα Iεροσόλυμα.