7 Eκείνοι, όμως, οι γεωργοί είπαν αναμεταξύ τους ότι: Aυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, και η κληρονομιά θα είναι δική μας.
8 Kαι πιάνοντάς τον, τον φόνευσαν, και τον έρριξαν έξω από τον αμπελώνα.
9 Tι θα κάνει, λοιπόν, ο κύριος του αμπελώνα; Θάρθει και θα εξολοθρεύσει τούς γεωργούς, και θα δώσει τοναμπελώνα σε άλλους.
10 Oύτε αυτή τη γραφή δεν διαβάσατε: «H πέτρα που αποδοκίμασαν εκείνοι που οικοδομούν, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα·
11 από τον Kύριο έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας»;
12 Kαι ζητούσαν να τον πιάσουν· και φοβήθηκαν το πλήθος· επειδή, κατάλαβαν ότι σ’ αυτούς είπε την παραβολή· και αφήνοντάς τον, αναχώρησαν.
13 KAI στέλνουν σ’ αυτόν μερικούς από τους Φαρισαίους και τους Hρωδιανούς, για να τον παγιδεύσουν σε λόγο·