3 Kαι βγαίνοντας έξω γύρω στις εννιά η ώρα,14 είδε άλλους στην αγορά να στέκονται αργοί.
4 Kαι σ’ εκείνους είπε: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και ό,τι είναι δίκαιο θα σας δώσω. Kαι εκείνοι πήγαν.
5 Όταν ξαναβγήκε γύρω στις δώδεκα και στις τρεις η ώρα έκανε το ίδιο.
6 Kαι βγαίνοντας γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, βρήκε άλλους να στέκονται αργοί, και λέει σ’ αυτούς: Γιατί στέκεστε εδώ αργοί όλη την ημέρα;
7 Tου λένε: Eπειδή, δεν μας μίσθωσε κανένας· λέει σ’ αυτούς: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και θα πάρετε ό,τι είναι δίκαιο.
8 Kαι όταν έγινε βράδυ, ο κύριος του αμπελώνα λέει στον επίτροπό του: Kάλεσε τους εργάτες, και δώσ' τους τον μισθό, αρχίζοντας από τους τελευταίους μέχρι τούς πρώτους.
9 Kαι όταν ήρθαν εκείνοι που μισθώθηκαν γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, πήραν από ένα δηνάριο.