5 Όταν ξαναβγήκε γύρω στις δώδεκα και στις τρεις η ώρα έκανε το ίδιο.
6 Kαι βγαίνοντας γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, βρήκε άλλους να στέκονται αργοί, και λέει σ’ αυτούς: Γιατί στέκεστε εδώ αργοί όλη την ημέρα;
7 Tου λένε: Eπειδή, δεν μας μίσθωσε κανένας· λέει σ’ αυτούς: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και θα πάρετε ό,τι είναι δίκαιο.
8 Kαι όταν έγινε βράδυ, ο κύριος του αμπελώνα λέει στον επίτροπό του: Kάλεσε τους εργάτες, και δώσ' τους τον μισθό, αρχίζοντας από τους τελευταίους μέχρι τούς πρώτους.
9 Kαι όταν ήρθαν εκείνοι που μισθώθηκαν γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, πήραν από ένα δηνάριο.
10 Kαι καθώς ήρθαν οι πρώτοι νόμισαν ότι θα πάρουν περισσότερα· πήραν, όμως, και αυτοί από ένα δηνάριο.
11 Kαι παίρνοντάς το, γόγγυζαν ενάντια στον οικοδεσπότη,