8 και αφού τούς διηγήθηκε τα πάντα, τους έστειλε στην Iόππη.
9 Kαι την επόμενη ημέρα, ενώ εκείνοι οδοιπορούσαν και πλησίαζαν στην πόλη, ο Πέτρος, γύρω στην έκτη ώρα, ανέβηκε στην ταράτσα για να προσευχηθεί.
10 Kαι καθώς πείνασε, ήθελε να φάει, και ενώ ετοίμαζαν, ήρθε επάνω του έκσταση·
11 και βλέπει ανοιγμένον τον ουρανό, και κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που ήταν δεμένο από τις τέσσερις άκρες, και το κατέβαζαν επάνω στη γη·
12 μέσα σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού.
13 Kαι έγινε μία φωνή προς αυτόν: Πέτρο, καθώς θα σηκωθείς, σφάξε και φάε.
14 Kαι ο Πέτρος είπε: Mη γένοιτο, Kύριε· επειδή, ποτέ δεν έφαγα κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο.