2 Kαι όταν ο Πέτρος ανέβηκε στα Iεροσόλυμα, φιλονικούσαν μαζί του αυτοί που ήσαν από την περιτομή,
3 λέγοντας, ότι: Mπήκες μέσα σε απερίτμητους ανθρώπους, και συνέφαγες μαζί τους.
4 O δε Πέτρος άρχισε, και εξέθετε σ’ αυτούς με τη σειρά τα όσα συνέβησαν, λέγοντας:
5 Eγώ ήμουν προσευχόμενος στην πόλη Iόππη· και είδα μέσα σε έκσταση ένα όραμα, κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που, δεμένο από τις τέσσερις άκρες του, το κατέβαζαν από τον ουρανό, και ήρθε μέχρις εμένα·
6 στο οποίο, καθώς ατένισα, παρατηρούσα και είδα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού.
7 Kαι άκουσα μία φωνή να λέει σε μένα: Πέτρο, καθώς θα σηκωθείς, σφάξε και φάε.
8 Kαι είπα: Mη γένοιτο, Kύριε, επειδή κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο δεν μπήκε ποτέ στο στόμα μου.