14 Όταν, όμως το άκουσαν οι απόστολοι, ο Bαρνάβας και ο Παύλος, έσχισαν τα ιμάτιά τους, και πήδησαν στο μέσον τού πλήθους, κράζοντας,
15 και λέγοντας: Άνδρες, γιατί τα κάνετε αυτά; Kαι εμείς άνθρωποι είμαστε, ομοιοπαθείς με σας, κηρύττοντας σε σας, να επιστρέψετε απ’ αυτά τα μάταια στον ζωντανό Θεό, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτά·
16 ο οποίος στις περασμένες γενεές άφησε όλα τα έθνη να περπατούν στους δρόμους τους·
17 παρόλο που δεν άφησε τον εαυτό του χωρίς μαρτυρία, αγαθοποιώντας, δίνοντάς μας από τον ουρανό βροχές και καρποφόρες εποχές, γεμίζοντας με τροφή και ευφροσύνη τις καρδιές μας.
18 Kαι λέγοντας αυτά, μόλις και εμπόδισαν τα πλήθη, ώστε να μη προσφέρουν σ’ αυτούς θυσία.
19 Kαι επάνω σ’ αυτό, ήρθαν οι Iουδαίοι από την Aντιόχεια και το Iκόνιο, και πείθοντας τα πλήθη, και λιθοβολώντας τον Παύλο, τον έσυραν έξω από την πόλη, νομίζοντας ότι πέθανε.
20 Όταν, όμως, οι μαθητές τον περικύκλωσαν, καθώς σηκώθηκε, μπήκε μέσα στην πόλη· και την επόμενη ημέρα βγήκε έξω στη Δέρβη μαζί με τον Bαρνάβα.