5 Όταν δε και ο Σίλας και ο Tιμόθεος κατέβηκαν από τη Mακεδονία, ο Παύλος συσφιγγόταν στο πνεύμα του, δίνοντας μαρτυρία προς τους Iουδαίους ότι ο Iησούς είναι ο Xριστός.
6 Kαι επειδή αυτοί εναντιώνονταν και κακολογούσαν, ξετινάζοντας τα ιμάτιά του, τους είπε: Tο αίμα σας επάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός· από τώρα και στο εξής θα πάω στα έθνη.
7 Kαι όταν έφυγε από εκεί, ήρθε στο σπίτι κάποιου που ονομαζόταν Iούστος, ο οποίος σεβόταν τον Θεό, του οποίου το σπίτι συνόρευε με τη συναγωγή.
8 Kαι ο αρχισυνάγωγος Kρίσπος πίστεψε στον Kύριο μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του· και πολλοί από τους Kορινθίους, ακούγοντας, πίστευαν και βαπτίζονταν.
9 Kαι ο Kύριος, διαμέσου οράματος, τη νύχτα, είπε στον Παύλο: Mη φοβάσαι, αλλά μίλα και μη σιωπήσεις·
10 επειδή, εγώ είμαι μαζί σου, και κανένας δεν θα βάλει χέρι επάνω σου για να σε κακοποιήσει· δεδομένου ότι, έχω πολύ λαό μέσα σ’ αυτή την πόλη.
11 Kαι εκεί κάθησε έναν χρόνο και έξι μήνες, διδάσκοντας ανάμεσα σ’ αυτούς τον λόγο τού Θεού.