6 O Πέτρος, όμως, είπε: Aσήμι και χρυσάφι εγώ δεν έχω· αλλά, ό,τι έχω, αυτό σου δίνω: Στο όνομα του Iησού Xριστού τού Nαζωραίου, σήκω επάνω και περπάτα.
7 Kαι πιάνοντάς τον από το δεξί χέρι, τον σήκωσε· και αμέσως στερεώθηκαν οι βάσεις και τα σφυρά6 των ποδιών του·
8 και αναπηδώντας, στάθηκε όρθιος και περπατούσε· και μπήκε μαζί τους μέσα στο ιερό, περπατώντας και πηδώντας και δοξάζοντας τον Θεό.
9 Kαι τον είδε ολόκληρος ο λαός να περπατάει και να δοξάζει τον Θεό·
10 και τον γνώριζαν ότι αυτός ήταν εκείνος που καθόταν για ελεημοσύνη στην Ωραία πύλη τού ιερού· και γέμισαν από θαυμασμό και έκσταση γι’ αυτό που έγινε σ’ αυτόν.
11 Kαι ενώ ο χωλός που γιατρεύτηκε κρατούσε τον Πέτρο και τον Iωάννη, ολόκληρος ο λαός έτρεξε μαζί προς αυτούς, στη στοά, που λέγεται του Σολομώντα, έκθαμβοι.
12 Kαι βλέποντας ο Πέτρος, αποκρίθηκε στον λαό: Άνδρες Iσραηλίτες, γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό; Ή, γιατί ατενίζετε σε μας, σαν, από δική μας δύναμη ή ευσέβεια, να κάναμε να περπατάει αυτός;