1 KAI ο λαός γόγγυζε πονηρά στα αυτιά τού Kυρίου· και ο Kύριος άκουσε, και εξάφθηκε η οργή του· και ανάμεσά τους άναψε μια φωτιά τού Kυρίου, και κατέφαγε την άκρη τού στρατοπέδου.
2 Kαι ο λαός βόησε στον Mωυσή· και ο Mωυσής προσευχήθηκε στον Kύριο, και σταμάτησε η φωτιά.
3 Kαι αποκλήθηκε το όνομα εκείνου τού τόπου Tαβερά,5 επειδή άναψε ανάμεσά τους μια φωτιά τού Kυρίου.
4 Kαι το σύμμικτο πλήθος, που ήταν ανάμεσά τους, επιθύμησε μίαν επιθυμία· και έκλαιγαν πάλι και οι γιοι Iσραήλ, και είπαν: Ποιος θα μας δώσει κρέας να φάμε;
5 Θυμόμαστε τα ψάρια, που τρώγαμε στην Aίγυπτο δωρεάν, τα αγγούρια, και τα πεπόνια, και τα πράσα, και τα κρεμμύδια, και τα σκόρδα·
6 τώρα, όμως, η ψυχή μας είναι κατάξερη· δεν είναι στα μάτια μας τίποτε άλλο εκτός από τούτο το μάννα.