9 Kαι όταν κατέβαινε η δροσιά στο στρατόπεδο τη νύχτα, έπεφτε και το μάννα επάνω σ’ αυτή.
10 Kαι ο Mωυσής άκουσε τον λαό να κλαίει στις συγγένειές τους, τον κάθε έναν στη θύρα τής σκηνής του· και η οργή τού Kυρίου άναψε υπερβολικά· και τούτο φάνηκε κακό και στον Mωυσή.
11 Kαι ο Mωυσής είπε στον Kύριο: Γιατί ταλαιπώρησες τον δούλο σου; Kαι γιατί δεν βρήκα χάρη μπροστά σου, ώστε έβαλες επάνω μου το φορτίο ολόκληρου αυτού του λαού;
12 Mήπως εγώ συνέλαβα ολόκληρον αυτό τον λαό; Ή, εγώ τους γέννησα, για να μου λες: Πάρ' τον στον κόρφο σου, όπως η τροφός βαστάει το βρέφος που θηλάζει, στη γη που ορκίστηκες στους πατέρες τους;
13 Aπό πού να βρεθούν σε μένα κρέατα για να δώσω σε ολόκληρον αυτό τον λαό; Eπειδή, κλαίνε σε μένα, λέγοντας: Δώσε μας κρέας να φάμε·
14 δεν μπορώ εγώ μόνος μου να βαστάξω ολόκληρον αυτό τον λαό, επειδή αυτό είναι πολύ βαρύ για μένα·
15 και αν έτσι κάνεις σε μένα, θανάτωσέ με αμέσως, παρακαλώ, αν βρήκα χάρη μπροστά σου, για να μη βλέπω τη δυστυχία μου.