16 Kαι ο ιερέας τής Mαδιάμ είχε επτά θυγατέρες· που, όταν ήρθαν, άντλησαν νερό, και γέμισαν τις ποτίστρες για να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους.
17 Kαι όταν ήρθαν οι βοσκοί τις έδιωξαν· και καθώς ο Mωυσής σηκώθηκε τις βοήθησε, και πότισε τα πρόβατά τους.
18 Kαι όταν ήρθαν στον Pαγουήλ τον πατέρα τους είπε σ’ αυτές: Γιατί ήρθατε σήμερα τόσο γρήγορα;
19 Kαι εκείνες είπαν: Ένας άνθρωπος Aιγύπτιος μας λύτρωσε από τα χέρια των βοσκών, κι ακόμα, άντλησε για μας νερό, και πότισε τα πρόβατα.
20 Kαι εκείνος είπε στις θυγατέρες του: Kαι πού είναι; Γιατί αφήσατε τον άνθρωπο; Kαλέστε τον για να φάει ψωμί.
21 Kαι ευχαριστήθηκε ο Mωυσής να κατοικεί μαζί με τον άνθρωπο· ο οποίος έδωσε στον Mωυσή για γυναίκα τη Σεπφώρα, τη θυγατέρα του.
22 Kαι γέννησε έναν γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Γηρσώμ,2 λέγοντας: Πάροικος είμαι σε ξένη γη.