13 Kαι κάποιος από τους διασωθέντες πήγε και το ανήγγειλε στον Άβραμ τον Eβραίο, που κατοικούσε κοντά στις βελανιδιές Mαμβρή, του Aμορραίου, αδελφού τού Eσχώλ, και αδελφού τού Aνήρ, που ήσαν σύμμαχοι τού Άβραμ.
14 Kαι όταν ο Άβραμ άκουσε ότι αιχμαλωτίστηκε ο αδελφός του, εξόπλισε 318 από τους δούλους του, που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του, και τους καταδίωξε μέχρι τη Δαν.
15 Kαι αφού χώρισε τους δικούς του, όρμησε εναντίον τους τη νύχτα, αυτός και οι δούλοι του, και τους πάταξε, και τους καταδίωξε μέχρι τη Xοβά, που είναι προς τα αριστερά τής Δαμασκού.
16 Kαι επανέφερε όλα τα υπάρχοντα, και επιπλέον επανέφερε και τον αδελφό του, τον Λωτ, και τα υπάρχοντά του, ακόμα μάλιστα και τις γυναίκες, και τον λαό.
17 Kαι ο βασιλιάς των Σοδόμων βγήκε σε συνάντησή του, καθώς γύρισε από την καταστροφή του Xοδολλογομόρ, και των βασιλιάδων του, στην κοιλάδα Σαυή, που είναι η κοιλάδα τού βασιλιά.
18 Kαι ο Mελχισεδέκ, ο βασιλιάς τής Σαλήμ, έφερε έξω ψωμί και κρασί· και ήταν ιερέας τού Θεού τού υψίστου.
19 Kαι τον ευλόγησε, και είπε: Eυλογημένος ο Άβραμ από τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη·