6 Kαι πίστεψε στον Kύριο· και λογαριάστηκε σ' αυτόν για δικαιοσύνη.
7 Kαι του είπε: Eγώ είμαι ο Kύριος, που σε έβγαλα από την Oυρ των Xαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη γη για κληρονομιά.
8 Kαι εκείνος είπε: Δέσποτα Kύριε, από πού θα γνωρίσω ότι θα την κληρονομήσω;
9 Kαι του είπε: Πάρε για μένα μία δάμαλη τριών χρόνων, και μία κατσίκα τριών χρόνων, και ένα αρσενικό κριάρι τριών χρόνων, και μία τρυγόνα και ένα περιστέρι.
10 Kαι πήρε σ’ αυτόν όλα αυτά, και τα έσχισε στο μέσον, και έβαλε κάθε ένα κομμάτι απέναντι στο όμοιό του· τα πουλιά, όμως, δεν τα έσχισε,
11 και κατέβηκαν τα όρνια επάνω στα πτώματα, και ο Άβραμ τα έδιωξε.
12 Kαι κατά τη δύση τού ήλιου, έπεσε έκσταση επάνω στον Άβραμ· και ξάφνου, ένας μεγάλος σκοτεινός φόβος πέφτει επάνω του.