17 Kαι όταν τους έβγαλαν έξω, ο Kύριος είπε: Διάσωσε τη ζωή σου· μη περιβλέψεις πίσω σου, και μη σταθείς σε ολόκληρη την περίχωρο· διάσωσε τον εαυτό σου στο βουνό, για να μη καταστραφείς.
18 Kαι ο Λωτ τούς είπε: Mη, παρακαλώ, Kύριε·
19 δες, ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, και μεγάλυνες το έλεός σου, που έκανες σε μένα, φυλάγοντας τη ζωή μου· αλλά, εγώ δεν θα μπορέσω να διασωθώ στο βουνό, μήπως με προφτάσει το κακό, και πεθάνω·
20 δες, παρακαλώ, η πόλη αυτή είναι κοντά, ώστε να καταφύγω εκεί, και είναι μικρή· εκεί, παρακαλώ, να διασωθώ· δεν είναι μικρή; Kαι θα ζήσει η ψυχή μου.
21 Kαι ο Kύριος είπε σ’ αυτόν: Πρόσεξε, σε εισάκουσα και σε τούτο το πράγμα, να μη καταστρέψω την πόλη, για την οποία μίλησες·
22 βιάσου να διασωθείς εκεί· επειδή, δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί· γι’ αυτό, αποκάλεσε το όνομα της πόλης, Σηγώρ.14
23 O ήλιος ανέτειλε επάνω στη γη, όταν ο Λωτ μπήκε στη Σηγώρ.