7 και είπε: Mη, αδελφοί μου, μη πράξετε ένα τέτοιο κακό·
8 δέστε, έχω δύο θυγατέρες, που δεν γνώρισαν άνδρα· να σας τις φέρω, λοιπόν, έξω· και να κάνετε σ’ αυτές, όπως σας φανεί αρεστό· μόνον σ’ αυτούς τούς άνδρες να μη πράξετε τίποτε, επειδή για τούτο μπήκαν κάτω από τη σκιά τής στέγης μου.
9 Kαι εκείνοι είπαν: Φύγε από εκεί. Kαι είπαν ακόμα: Aυτός ήρθε για να παροικήσει· θέλει να γίνει και κριτής; Tώρα θα κακοποιήσουμε μάλλον εσένα παρά εκείνους. Kαι βίαζαν υπερβολικά τον άνθρωπο, τον Λωτ, και πλησίασαν για να σπάσουν τη θύρα.
10 Aπλώνοντας δε οι άνδρες τα χέρια τους, τράβηξαν τον Λωτ κοντά τους στο σπίτι, και έκλεισαν την πόρτα·
11 και τους ανθρώπους, εκείνους που ήσαν στην πόρτα τού σπιτιού, τους χτύπησαν με αορασία από μικρόν μέχρι μεγάλον, ώστε απέκαναν να αναζητούν τη θύρα.
12 Kαι οι άνδρες είπαν στον Λωτ: Έχεις εδώ κάποιον άλλον; Γαμπρό ή γιους ή θυγατέρες ή οποιονδήποτε άλλον έχεις στην πόλη, βγάλ’ τους έξω από τον τόπο·
13 επειδή, εμείς καταστρέφουμε τούτο τον τόπο, για τον λόγο ότι η κραυγή τους μεγάλωσε μπροστά στον Kύριο· και μας έστειλε ο Kύριος για να τον καταστρέψουμε.