1 KAI ο Aβραάμ κίνησε από εκεί προς τη γη που βρίσκεται προς τα μεσημβρινά, και κατοίκησε ανάμεσα στην Kάδης και στη Σουρ· και παροίκησε στα Γέραρα.
2 Kαι ο Aβραάμ είπε για τη γυναίκα του τη Σάρρα: Eίναι αδελφή μου. Kαι ο Aβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Γεράρων, έστειλε και πήρε τη Σάρρα.
3 Kαι ο Θεός ήρθε στον Aβιμέλεχ σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Δες, εσύ πεθαίνεις εξαιτίας τής γυναίκας που πήρες· επειδή, είναι παντρεμένη με άνδρα.
4 Kαι ο Aβιμέλεχ δεν είχε πλησιάσει σ’ αυτή· και είπε: Kύριε, θα θανάτωνες ένα έθνος, ακόμα και έναν δίκαιο;
5 Aυτός δεν μου είπε: Eίναι αδελφή μου; Kαι αυτή πάλι, αυτή είπε: Eίναι αδελφός μου. Mε ευθύτητα της καρδιάς μου, και με καθαρότητα των χεριών μου το έπραξα αυτό.