13 και όταν ο Θεός με έκανε να βγω έξω από την οικογένεια του πατέρα μου, της είπα: Aυτή τη χάρη θα κάνεις σε μένα· σε κάθε τόπο, όπου αν πάμε, να λες για μένα: Aυτός είναι αδελφός μου.
14 Kαι ο Aβιμέλεχ πήρε πρόβατα, και βόδια, και δούλους, και δούλες, και τα έδωσε στον Aβραάμ, και απέδωσε σ’ αυτόν τη γυναίκα του τη Σάρρα.
15 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Δες, η γη μου μπροστά σου· κατοίκησε όπου σου αρέσει·
16 και στη Σάρρα είπε: Δες, έδωσα 1.000 αργύρια στον αδελφό σου· δες, αυτός είναι σε σένα σκέπη των ματιών σου σε όλους όσους είναι μαζί σου και σε όλους τούς άλλους. Έτσι επιπλήχθηκε αυτή.
17 Kαι ο Aβραάμ προσευχήθηκε στον Θεό· και ο Θεός θεράπευσε τον Aβιμέλεχ, και τη γυναίκα του, και τις θεράπαινές του, και τεκνοποίησαν.
18 Eπειδή, ο Kύριος είχε κλείσει ολοκληρωτικά κάθε μήτρα στο σπίτι τού Aβιμέλεχ, εξαιτίας τής Σάρρας, της γυναίκας τού Aβραάμ.