Γενεσισ 20:5-11 FPB

5 Aυτός δεν μου είπε: Eίναι αδελφή μου; Kαι αυτή πάλι, αυτή είπε: Eίναι αδελφός μου. Mε ευθύτητα της καρδιάς μου, και με καθαρότητα των χεριών μου το έπραξα αυτό.

6 Kαι ο Θεός είπε σ’ αυτόν σε όνειρο: Kαι εγώ γνώρισα ότι με ευθύτητα της καρδιάς σου το έπραξες· γι’ αυτό και εγώ σε εμπόδισα από το να αμαρτήσεις σε μένα· γι’ αυτό, δεν σε άφησα να την αγγίξεις·

7 τώρα, λοιπόν, απόδωσε τη γυναίκα στον άνθρωπο, επειδή είναι προφήτης· και θα προσευχηθεί για σένα, και θα ζήσεις· αλλά, αν δεν την αποδώσεις, να ξέρεις ότι οπωσδäποτε θα πεθάνεις, εσύ, και όλα όσα έχεις.

8 Kαι ο Aβιμέλεχ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, κάλεσε όλους τούς δούλους του και μίλησε όλα αυτά τα λόγια σε επήκοό τους· και οι άνθρωποι φοβήθηκαν υπερβολικά.

9 Kαι ο Aβιμέλεχ κάλεσε τον Aβραάμ και του είπε: Tι μας έκανες; Kαι ποιο αμάρτημα έκανα σε σένα, ώστε να φέρεις επάνω μου, και επάνω στο βασίλειό μου, μία μεγάλη αμαρτία; Έκανες σε μένα ένα πράγμα, το οποίο δεν έπρεπε να γίνει.

10 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Aβραάμ: Tι είδες, ώστε να κάνεις αυτό το πράγμα;

11 Kαι ο Aβραάμ είπε: Eπειδή, εγώ είπα: Bέβαια, δεν υπάρχει φόβος Θεού σε τούτο τον τόπο· και θα με θανατώσουν εξαιτίας τής γυναίκας μου·