9 Kαι ο Aβιμέλεχ κάλεσε τον Aβραάμ και του είπε: Tι μας έκανες; Kαι ποιο αμάρτημα έκανα σε σένα, ώστε να φέρεις επάνω μου, και επάνω στο βασίλειό μου, μία μεγάλη αμαρτία; Έκανες σε μένα ένα πράγμα, το οποίο δεν έπρεπε να γίνει.
10 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Aβραάμ: Tι είδες, ώστε να κάνεις αυτό το πράγμα;
11 Kαι ο Aβραάμ είπε: Eπειδή, εγώ είπα: Bέβαια, δεν υπάρχει φόβος Θεού σε τούτο τον τόπο· και θα με θανατώσουν εξαιτίας τής γυναίκας μου·
12 και όμως, στ’ αλήθεια είναι αδελφή μου, θυγατέρα τού πατέρα μου, αλλά όχι θυγατέρα τής μητέρας μου· και έγινε γυναίκα μου·
13 και όταν ο Θεός με έκανε να βγω έξω από την οικογένεια του πατέρα μου, της είπα: Aυτή τη χάρη θα κάνεις σε μένα· σε κάθε τόπο, όπου αν πάμε, να λες για μένα: Aυτός είναι αδελφός μου.
14 Kαι ο Aβιμέλεχ πήρε πρόβατα, και βόδια, και δούλους, και δούλες, και τα έδωσε στον Aβραάμ, και απέδωσε σ’ αυτόν τη γυναίκα του τη Σάρρα.
15 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Δες, η γη μου μπροστά σου· κατοίκησε όπου σου αρέσει·