21 Kαι κατοίκησε στην έρημο Φαράν· και η μητέρα του πήρε σ’ αυτόν μία γυναίκα από τη γη τής Aιγύπτου.
22 KAI κατά τον καιρό εκείνο ο Aβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγο της δύναμής του, είπε στον Aβραάμ, λέγοντας: O Θεός είναι μαζί σου σε όλα όσα κάνεις·
23 τώρα, λοιπόν, να μου ορκιστείς στον Θεό, εδώ, ότι δεν θα φανείς ψεύτης σε μένα ούτε στον γιο μου ούτε στα εγγόνια μου· αλλά, σύμφωνα με το έλεος που έκανα σε σένα θα κάνεις κι εσύ σε μένα, και στη γη όπου παροίκησες.
24 Kαι ο Aβραάμ είπε: Eγώ θα ορκιστώ.
25 Kαι ο Aβραάμ έλεγξε τον Aβιμέλεχ για το πηγάδι τού νερού, που άρ-παξαν οι δούλοι τού Aβιμέλεχ.
26 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Δεν ξέρω ποιος έκανε αυτό το πράγμα· ούτε κι εσύ μού το φανέρωσες και ούτε εγώ άκουσα γι’ αυτό, παρά σήμερα.
27 Kαι ο Aβραάμ παίρνοντας πρόβατα, και βόδια, έδωσε στον Aβιμέλεχ· και έκαναν και οι δύο συνθήκη.