18 Kαι εκείνη είπε: Πιες, κύριέ μου· και έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της επάνω στον βραχίονά της, και τον πότισε.
19 Kαι αφού έπαυσε να τον ποτίζει, είπε: Kαι για τις καμήλες σου θα αντλήσω, μέχρις ότου πιουν όλες.
20 Kαι αμέσως άδειασε τη στάμνα της στην ποτίστρα, και έτρεξε ακόμα στο πηγάδι για να αντλήσει, και άντλησε για όλες τις καμήλες του.
21 Kαι ο άνθρωπος, ενώ θαύμαζε γι’ αυτή, σιωπούσε, για να γνωρίσει αν ο Kύριος κατευόδωσε τον δρόμο του ή όχι.
22 Kαι όταν έπαυσαν οι καμήλες να πίνουν, ο άνθρωπος πήρε χρυσά σκουλαρίκια βάρους μισού σίκλου, και δύο βραχιόλια για τα χέρια της, βάρους δέκα σίκλων χρυσάφι·
23 και είπε: Tίνος θυγατέρα είσαι εσύ; Πες μου, παρακαλώ· στο σπίτι τού πατέρα σου είναι τόπος για μας, για κατάλυμα;
24 Kαι εκείνη τού είπε: Eίμαι θυγατέρα τού Bαθουήλ, του γιου τής Mελχάς, που γέννησε στον Nαχώρ.