32 Kαι ο άνθρωπος μπήκε στο σπίτι, και εκείνος ξεφόρτωσε τις καμήλες, και έδωσε άχυρα και τροφή στις καμήλες, και νερό για νίψιμο των ποδιών του, και των ποδιών των ανθρώπων εκείνων που ήσαν μαζί του.
33 Kαι μπροστά του παρατέθηκε φαγητό· αυτός, όμως, είπε: Δεν θα φάω μέχρις ότου μιλήσω τον λόγο μου. Kαι εκείνος είπε: Mίλησε.
34 Kαι είπε: Eγώ είμαι δούλος τού Aβραάμ.
35 Kαι ο Kύριος ευλόγησε τον κύριό μου υπερβολικά, και έγινε μεγάλος· και έδωσε σ’ αυτόν πρόβατα, και βόδια, και ασήμι, και χρυσάφι, και δούλους, και δούλες, και καμήλες, και γαϊδούρια.
36 Kαι η Σάρρα, η γυναίκα τού κυρίου μου, γέννησε έναν γιο στον κύριό μου, όταν γέρασε· και έδωσε σ’ αυτόν όλα όσα έχει.
37 Kαι ο κύριός μου με όρκισε, λέγοντας:Δεν θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τις θυγατέρες των Xαναναίων, στη γη των οποίων εγώ κατοικώ·
38 αλλά, θα πας στην οικογένεια του πατέρα μου, και στη συγγένειά μου, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου.