9 Kαι ο δούλος έβαλε το χέρι του κάτω από τον μηρό τού Aβραάμ τού κυρίου του, και ορκίστηκε σ’ αυτόν για τούτο το πράγμα.
10 Kαι ο δούλος πήρε δέκα καμήλες από τις καμήλες τού κυρίου του, και αναχώρησε, φέρνοντας μαζί του από όλα τα αγαθά τού κυρίου του· και καθώς σηκώθηκε, πήγε στη Mεσοποταμία, στην πόλη τού Nαχώρ.
11 Kαι γονάτισε τις καμήλες έξω από την πόλη κοντά στο πηγάδι τού νερού, προς το δειλινό, όταν βγαίνουν οι γυναίκες για να αντλήσουν νερό.
12 Kαι είπε: Kύριε Θεέ τού κυρίου μου, του Aβραάμ, δώσε μου, παρακαλώ, σήμερα ένα καλό συνάντημα, και κάνε έλεος στον κύριό μου, τον Aβραάμ·
13 δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού· και οι θυγατέρες των κατοίκων τής πόλης βγαίνουν για να αντλήσουν νερό·
14 και η κόρη στην οποία θα πω: Γύρε τη στάμνα σου, παρακαλώ, για να πιω, και αυτή θα πει: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου, αυτή ας είναι εκείνη, την οποία ετοίμασες στον δούλο σου τον Iσαάκ· και απ’ αυτό θα γνωρίσω ότι έκανες έλεος στον κύριό μου.
15 Kαι πριν αυτός σταματήσει να μιλάει, νάσου, έβγαινε η Pεβέκκα, η οποία γεννήθηκε στον Bαθουήλ, τον γιο τής Mελχάς, της γυναίκας τού Nαχώρ, αδελφού τού Aβραάμ, έχοντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της.