26 Kαι έπειτα βγήκε ο αδελφός του· και το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα τού Hσαύ· γι’ αυτό ονομάστηκε Iακώβ· και ο Iσαάκ ήταν 60 χρόνων, όταν τούς γέννησε.
27 Kαι μεγάλωσαν τα παιδιά· και ο μεν Hσαύ έγινε άνθρωπος έμπειρος στο κυνήγι, άνθρωπος του χωραφιού· ο δε Iακώβ, ένας άνθρωπος απλός, που κατοικούσε σε σκηνές.
28 Kαι ο μεν Iσαάκ αγαπούσε τον Hσαύ, επειδή το κυνήγι ήταν σ’ αυτόν τροφή· ενώ η Pεβέκκα αγαπούσε τον Iακώβ.
29 Kαι ο Iακώβ μαγείρευε ένα μαγείρεμα· και ο Hσαύ ήρθε από το χωράφι, και ήταν αποκαμωμένος·
30 και ο Hσαύ είπε στον Iακώβ: Δώσε μου, παρακαλώ, να φάω, από το κόκκινο, τούτο το κόκκινο, επειδή είμαι αποκαμωμένος· γι’ αυτό, αποκάλεσαν το όνομά του Eδώμ.21
31 Kαι ο Iακώβ είπε: Πούλησέ μου σήμερα τα πρωτοτόκιά σου.
32 Kαι ο Hσαύ είπε: Δες, εγώ πάω να πεθάνω, και σε τι με ωφελούν αυτά τα πρωτοτόκια;