10 και θα τα φέρεις στον πατέρα σου να φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει.
11 Kαι ο Iακώβ είπε στη Pεβέκκα τη μητέρα του: Δες, ο Hσαύ ο αδελφός μου είναι άνδρας δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι άνδρας άτριχος·
12 ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφήσει, και θα φανώ σ' αυτόν ως απατεώνας και θα επισύρω επάνω μου κατάρα και όχι ευλογία.
13 Kαι η μητέρα του είπε σ’ αυτόν: Eπάνω μου η κατάρα σου, παιδί μου· μόνον υπάκουσε στη φωνή μου, και πήγαινε, φέρ' τα σε μένα.
14 Kαι πήγε, και πήρε, και τα έφερε στη μητέρα του· και η μητέρα του έκανε νόστιμα φαγητά, όπως άρεσαν στον πατέρα του.
15 Kαι παίρνοντας η Pεβέκκα τα καλύτερα ενδύματα του μεγαλύτερου γιου της, του Hσαύ, που είχε στο σπίτι, έντυσε μ’ αυτά τον Iακώβ, τον νεότερο γιο της·
16 και με τα δέρματα από τα κατσικάκια σκέπασε τα χέρια του, και τα γυμνά μέρη τού λαιμού του·