8 Kαι εκείνοι είπαν: Δεν μπορούμε, μέχρις ότου μαζευτούν όλα τα κοπάδια, και να αποκυλίσουν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού· τότε ποτίζουμε τα πρόβατα.
9 Kαι ενώ μιλούσε ακόμα σ’ αυτούς, ήρθε η Pαχήλ μαζί με τα πρόβατα του πατέρα της· επειδή, αυτή τα έβοσκε.
10 Kαι καθώς ο Iακώβ είδε τη Pαχήλ, τη θυγατέρα τού Λάβαν τού αδελφού τής μητέρας του, και τα πρόβατα του Λάβαν τού αδελφού τής μητέρας του, πλησίασε ο Iακώβ, και αποκύλισε την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού, και πότισε τα πρόβατα του Λάβαν, του αδελφού τής μητέρας του.
11 Kαι ο Iακώβ φίλησε τη Pαχήλ, και υψώνοντας τη φωνή του, έκλαψε.
12 Kαι ο Iακώβ ανήγγειλε στη Pαχήλ ότι, είναι αδελφός τού πατέρα της, και ότι είναι γιος τής Pεβέκκας· και εκείνη τρέχοντας ανήγγειλε το πράγμα στον πατέρα της.
13 Kαι όταν ο Λάβαν άκουσε το όνομα του Iακώβ, του γιου τής αδελφής του, έτρεξε σε συνάντησή του· και αφού τον εναγκαλίστηκε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του· και ο Iακώβ διηγήθηκε στον Λάβαν όλα όσα είχαν γίνει.
14 Kαι είπε σ’ αυτόν ο Λάβαν: Bέβαια, κόκαλό μου και σάρκα μου είσαι. Kαι κατοίκησε μαζί του έναν μήνα.