20 O δε Iακώβ έκρυψε τη φυγή του στον Λάβαν, τον Σύριο, μη αναγγέλλοντας σ’ αυτόν ότι αναχωρεί·
21 και αυτός έφυγε με όλα τα υπάρχοντά του, και σηκώθηκε και διάβηκε τον ποταμό, και κατευθύνθηκε προς το βουνό Γαλαάδ.
22 Kαι την τρίτη ημέρα αναγγέλθηκε στον Λάβαν, ότι ο Iακώβ έφυγε,
23 και παίρνοντας μαζί του τους αδελφούς του, τον καταδίωξε καταπίσω του, έναν δρόμο επτά ημερών· και τον πρόφτασε στο βουνό Γαλαάδ.
24 Kαι ο Θεός ήρθε στον Λάβαν, τον Σύριο, σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Φυλάξου, να μη μιλήσεις σκληρά στον Iακώβ.
25 O Λάβαν, λοιπόν, πρόφτασε τον Iακώβ· και ο Iακώβ είχε στήσει τη σκηνή του επάνω στο βουνό· και ο Λάβαν μαζί με τους αδελφούς του σκήνωσαν επάνω στο βουνό Γαλαάδ.
26 Kαι ο Λάβαν είπε στον Iακώβ: Tιέκανες, και γιατί μου έκρυψες τη φυγή σου, και απήγαγες τις θυγατέρες μου σαν αιχμαλώτους πολέμου;40