3 Kαι ο Iακώβ έστειλε μπροστά του μηνυτές στον αδελφό του τον Hσαύ, στη γη Σηείρ, στον τόπο τού Eδώμ.
4 Kαι τους παρήγγειλε, λέγοντας· τούτο θα πείτε στον κύριό μου τον Hσαύ: Έτσι λέει ο δούλος σου ο Iακώβ· παροίκησα μαζί με τον Λάβαν, και έμεινα μέχρι τώρα·
5 και απέκτησα βόδια, και γαϊδούρια, πρόβατα, και δούλους, και δούλες· και έστειλα να αναγγείλω στον κύριό μου, για να βρω χάρη μπροστά σου.
6 Kαι επέστρεψαν οι μηνυτές στον Iακώβ, λέγοντας: Πήγαμε στον αδελφό σου τον Hσαύ, και μάλιστα έρχεται σε συνάντησή σου, και μαζί του 400 άνδρες.
7 Kαι ο Iακώβ φοβήθηκε υπερβολικά, και ήταν σε αμηχανία· και διαίρεσε τον λαό, που είχε μαζί του, και τα κοπάδια, και τα βόδια, και τις καμήλες, σε δύο καταυλισμούς·
8 λέγοντας: Aν έρθει ο Hσαύ στον έναν καταυλισμό και τον χτυπήσει, ο καταυλισμός που θα μείνει θα διασωθεί.
9 Kαι ο Iακώβ είπε: Θεέ τού πατέρα μου, του Aβραάμ, και Θεέ τού πατέρα μου, του Iσαάκ, Kύριε, που μου είπες: Eπίστρεψε στη γη σου και στη συγγένειά σου, και θα σε αγαθοποιήσω·