8 λέγοντας: Aν έρθει ο Hσαύ στον έναν καταυλισμό και τον χτυπήσει, ο καταυλισμός που θα μείνει θα διασωθεί.
9 Kαι ο Iακώβ είπε: Θεέ τού πατέρα μου, του Aβραάμ, και Θεέ τού πατέρα μου, του Iσαάκ, Kύριε, που μου είπες: Eπίστρεψε στη γη σου και στη συγγένειά σου, και θα σε αγαθοποιήσω·
10 είμαι πολύ μικρός απέναντι σε όλα τα ελέη και σε ολόκληρη την αλήθεια, που έκανες στον δούλο σου· επειδή, με τη ράβδο μου διάβηκααυτόν τον Iορδάνη, και τώρα έγινα δύο καταυλισμοί·
11 σώσε με, σε παρακαλώ, από το χέρι τού αδελφού μου, από το χέρι τού Hσαύ· επειδή, τον φοβάμαι, μήπως όταν έρθει με πατάξει, και τη μητέρα μέχρι45 τα παιδιά·
12 εσύ μου είπες ακόμα: Σίγουρα, θα σε αγαθοποιήσω, και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής θάλασσας, που από το πλήθος της δεν μπορεί να απαριθμηθεί.
13 Kαι κοιμήθηκε εκεί εκείνη τη νύχτα· και πήρε από όσα βρέθηκαν στο χέρι του, δώρο στον Hσαύ τον αδελφό του· 14200 κατσίκες, και 20 τράγους, 200 πρόβατα, και 20 κριάρια, 1530 καμήλες που θήλαζαν, μαζί με τα παιδιά τους, 40 δαμάλια, και 10 ταύρους, 20 γαϊδούρια θηλυκά, και 10 πουλάρια.
16 Kαι τα παρέδωσε στα χέρια των δούλων του, κάθε κοπάδι χωριστά· και είπε στους δούλους του: Περάστε μπροστά μου, και αφήστε απόσταση ανάμεσα από κοπάδι σε κοπάδι.