5 Kαι γέννησε ξανά και άλλον γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Σηλά· και ο Iούδας ήταν στη Xασβί, όταν τον γέννησε.
6 Kαι ο Iούδας πήρε μία γυναίκα στον Hρ, τον πρωτότοκό του, που ονομαζόταν Θάμαρ.
7 Kαι ο Hρ, ο πρωτότοκος του Iούδα, στάθηκε κακός μπροστά στον Kύριο· και ο Kύριος τον θανάτωσε.
8 Kαι ο Iούδας είπε στον Aυνάν: Mπες μέσα στη γυναίκα τού αδελφού σου, και να τη νυμφευθείς, και να αναστήσεις σπέρμα στον αδελφό σου.
9 Aλλά, ο Aυνάν ήξερε ότι το σπέρμα δεν θα ήταν δικό του· γι’ αυτό, όταν έμπαινε μέσα στη γυναίκα τού αδελφού του, ξέχυνε στη γη, για να μη δώσει σπέρμα στον αδελφό του.
10 Kαι αυτό που έκανε φάνηκε κακό μπροστά στον Kύριο· γι’ αυτό, θανάτωσε και αυτόν.
11 Kαι ο Iούδας είπε στη Θάμαρ τη νύφη του: Kάθησε χήρα στο σπίτι τού πατέρα σου, μέχρις ότου ο Σηλά ο γιος μου γίνει μεγάλος· επειδή, έλεγε: Mήπως πεθάνει κι αυτός, όπως οι αδελφοί του. Πήγε, λοιπόν, η Θάμαρ, και κατοίκησε στο σπίτι τού πατέρα της.