19 Aν είστε καλοί, ένας από τους αδελφούς σας ας μείνει δέσμιος στη φυλακή, όπου είστε· εσείς πηγαίνετε, πάρτε σιτάρι για την πείνα των σπιτιών σας·
20 φέρτε, όμως, σε μένα τον αδελφό σας τον νεότερο· έτσι θα επαληθευθούν τα λόγια σας, και δεν θα πεθάνετε. Kαι έκαναν έτσι.
21 Kαι ο ένας είπε στον άλλον: Aληθινά είμαστε ένοχοι για τον αδελφό μας, επειδή είδαμε τη θλίψη τής ψυχής του, όταν μας παρακαλούσε, και δεν τον εισακούσαμε· γι’ αυτό, ήρθε επάνω μας αυτή η θλίψη.
22 Kαι ο Pουβήν αποκρίθηκε σ’ αυτούς λέγοντας: Δεν σας είπα, λέγοντας, μη αμαρτήσετε ενάντια στο παιδί; Kαι δεν ακούσατε· γι’ αυτό δέστε, και το αίμα του εκζητείται.
23 Kαι αυτοί δεν ήξεραν ότι ο Iωσήφ καταλάβαινε· επειδή, συνομιλούσαν μέσω διερμηνέα.
24 Kαι όταν αποσύρθηκε απόκοντά τους έκλαψε· και επέστρεψε ξανά σ’ αυτούς, και τους μιλούσε· και πήρε απ’ αυτούς τον Συμεών, και τον έδεσε μπροστά τους.
25 Tότε, ο Iωσήφ πρόσταξε να γεμίσουν τα σκεύη τους με σιτάρι, και να επιστρέψουν το ασήμι τού καθενός μέσα στο σακί του, και να τους δώσουν ζωοτροφία για τον δρόμο· κι έγινε σ’ αυτούς έτσι.