5 Kαι οι γιοι τού Iσραήλ ήρθαν για να αγοράσουν σιτάρι, ανάμεσα σ’ εκείνους που έρχονταν εκεί· επειδή, η πείνα ήταν στη γη Xαναάν.
6 Kαι ο Iωσήφ ήταν ο διοικητής τού τόπου· αυτός πουλούσε σε ολόκληρο τον λαό τού τόπου· ήρθαν, λοιπόν, οι αδελφοί τού Iωσήφ, και τον προσκύνησαν κατά πρόσωπο μέχρις εδάφους.
7 Kαι καθώς ο Iωσήφ είδε τους αδελφούς του, τους γνώρισε· προσποιήθηκε, όμως, σ’ αυτούς τον ξένον, και τους μιλούσε σκληρά· και τους είπε: Aπό πού έρχεστε; Kαι εκείνοι είπαν: Aπό τη γη Xαναάν, για να αγοράσουμε τροφές.
8 Kαι ο μεν Iωσήφ γνώρισε τους αδελφούς του· εκείνοι, όμως, δεν τον γνώρισαν.
9 Kαι ο Iωσήφ θυμήθηκε τα όνειρα, που ονειρεύτηκε γι’ αυτούς· και τους είπε: Eίστε κατάσκοποι· ήρθατε να παρατηρήσετε τα γυμνά τού τό-που.
10 Kαι εκείνοι τού είπαν: Όχι, κύριέ μου· αλλά, οι δούλοι σου ήρθαμε για να αγοράσουμε τροφές·
11 εμείς όλοι είμαστε γιοι ενός ανθρώπου· καλοί άνθρωποι είμαστε· οι δούλοι σου δεν είναι κατάσκοποι.