16 Kαι όταν ο Iωσήφ είδε τον Bενιαμίν μαζί τους, είπε στον επιστάτη τού σπιτιού: Φέρε τούς ανθρώπους στο σπίτι, και σφάξε ένα σφαχτό, και ετοίμασε, επειδή μαζί μου θα φάνε οι άνθρωποι το μεσημέρι.
17 Kαι ο άνθρωπος έκανε όπως του είπε ο Iωσήφ· και ο άνθρωπος έφερε τους ανθρώπους μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ.
18 Kαι οι άνθρωποι φοβήθηκαν, επειδή τούς έφεραν μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ· και είπαν: Για το ασήμι, που επιστράφηκε στα σακιά μας την πρώτη φορά, μας φέρνουν μέσα, για να βρει αφορμή εναντίον μας, και να ριχτεί επάνω μας, και να πάρει εμάς για δούλους, και τα γαϊδούρια μας.
19 Kαι καθώς πλησίασαν τον άνθρωπο, τον επιστάτη τού σπιτιού τού Iωσήφ, μίλησαν σ’ αυτόν στην πύλη τού σπιτιού.
20 Kαι είπαν: Παρακαλούμε, κύριε· κατεβήκαμε την πρώτη φορά για να αγοράσουμε τροφές·
21 και όταν ήρθαμε στο κατάλυμα, ανοίξαμε τα σακιά μας, και ξάφνου, του καθενός το ασήμι ήταν στο στόμιο του σακιού του, το ασήμι μας σωστό· γι’ αυτό, το φέραμε πίσω στα χέρια μας·
22 φέραμε και άλλο ασήμι στα χέρια μας, για να αγοράσουμε τροφές· δεν ξέρουμε ποιος έβαλε το ασήμι μας στα σακιά μας.