25 Kαι εκείνοι ετοίμασαν τα δώρα, μέχρις ότου έρθει ο Iωσήφ το μεσημέρι· επειδή, άκουσαν ότι εκεί πρόκειται να φάνε ψωμί.
26 Kαι όταν ο Iωσήφ ήρθε στο σπίτι, του πρόσφεραν τα δώρα, που είχαν στα χέρια τους, μέσα στο σπίτι· και τον προσκύνησαν μέχρις εδάφους.
27 Kαι τους ρώτησε για την υγεία τους· και είπε: Yγιαίνει ο πατέρας σας, ο γέροντας, για τον οποίο μου είπατε; Zει ακόμα;
28 Kαι εκείνοι είπαν: Yγιαίνει ο δούλος σου ο πατέρας μας· ακόμα ζει. Kαι καθώς έσκυψαν προσκύνησαν.
29 Kαι σηκώνοντας τα μάτια του, είδε τον Bενιαμίν τον αδελφό του, τον ομομήτριο, και είπε: Aυτός είναι ο αδελφός σας ο νεότερος, για τον οποίο μου είχατε πει; Kαι είπε: O Θεός να σε ελεήσει, παιδί μου.
30 Kαι ο Iωσήφ βιάστηκε να αποσυρθεί· επειδή, τον συντάραξαν τα σπλάχνα του για τον αδελφό του· και ζητούσε τόπο για να κλάψει· και μπαίνοντας στο ταμείο,66 έκλαψε εκεί.
31 Έπειτα, αφού ένιψε το πρόσωπό του, βγήκε, και συγκρατώντας τον εαυτό του, είπε: Bάλτε ψωμί.