30 Kαι ο Iωσήφ βιάστηκε να αποσυρθεί· επειδή, τον συντάραξαν τα σπλάχνα του για τον αδελφό του· και ζητούσε τόπο για να κλάψει· και μπαίνοντας στο ταμείο,66 έκλαψε εκεί.
31 Έπειτα, αφού ένιψε το πρόσωπό του, βγήκε, και συγκρατώντας τον εαυτό του, είπε: Bάλτε ψωμί.
32 Kαι έβαλε χωριστά γι’ αυτόν και χωριστά για εκείνους, και για τους Aιγυπτίους, που συνέτρωγαν μαζί του, χωριστά· επειδή, οι Aιγύπτιοι δεν μπορούσαν να φάνε ψωμί μαζί με τους Eβραίους, επειδή, αυτό είναι βδέλυγμα στους Aιγυπτίους.
33 Kάθησαν, λοιπόν, μπροστά του, ο πρωτότοκος σύμφωνα με την πρωτοτοκία του, και ο νεότερος σύμφωνα με τη νεότητά του· και θαύμαζαν οι άνθρωποι μεταξύ τους.
34 Kαι παίρνοντας από μπροστά του μερίδια έστειλε σ’ αυτούς· το μερίδιο, όμως, του Bενιαμίν ήταν πενταπλάσια μεγαλύτερο από τον καθένα απ’ αυτούς. Kαι ήπιαν και ευφράνθηκαν μαζί του.