11 Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Δεν έλπιζα να δω το πρόσωπό σου· και να, ο Θεός μού έδειξε και το σπέρμα σου.
12 Kαι τους έβγαλε ο Iωσήφ από το μέσον των γονάτων του. Kαι προσ-κύνησε με το πρόσωπο μέχρι το έδαφος.
13 Kαι παίρνοντάς τους και τους δύο, τον Eφραΐμ στα δεξιά του, προς τα αριστερά τού Iσραήλ, και τον Mα-νασσή στα αριστερά του, προς τα δεξιά τού Iσραήλ, πλησίασε σ’ αυτόν.
14 Kαι ο Iσραήλ σηκώνοντας το δεξί του χέρι το έβαλε στο κεφάλι τού Eφραΐμ, που ήταν ο νεότερος, και το αριστερό του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Mανασσή, κάνοντας εναλλαγή στα χέρια του· επειδή, ο Mανασσής ήταν ο πρωτότοκος.
15 Kαι ευλόγησε τον Iωσήφ, και είπε: O Θεός, μπροστά στον οποίο περπάτησαν οι πατέρες μου, ο Aβραάμ και ο Iσαάκ, ο Θεός που με ποίμανε από τη γέννησή μου μέχρι τούτη την ημέρα,
16 ο άγγελος που με λύτρωσε από όλα τα κακά, να ευλογήσει αυτά τα παιδιά· και να ονομαστεί επάνω σ’ αυτά το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου, του Aβραάμ και του Iσαάκ, και να πληθυνθούν σε μεγάλο πλήθος επάνω στη γη!
17 Kαι ο Iωσήφ, βλέποντας ότι ο πατέρας του επέθεσε το δεξί του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Eφραΐμ, δυσαρεστήθηκε· και έπιασε το χέρι τού πατέρα του, για να το μεταθέσει από το κεφάλι τού Eφραΐμ επάνω στο κεφάλι τού Mανασσή.