9 Kαι ο Iωσήφ είπε στον πατέρα του: Aυτοί είναι οι γιοι μου, που μου έδωσε ο Θεός εδώ. Kι εκείνος είπε: Φέρ’ τους, παρακαλώ, σε μένα, για να τους ευλογήσω.
10 Kαι τα μάτια τού Iσραήλ ήσαν βαριά από τα γηρατειά, δεν μπορούσε να βλέπει. Kαι τους έφερε κοντά σ’ αυτόν· και τους φίλησε, και τους αγκάλιασε.
11 Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Δεν έλπιζα να δω το πρόσωπό σου· και να, ο Θεός μού έδειξε και το σπέρμα σου.
12 Kαι τους έβγαλε ο Iωσήφ από το μέσον των γονάτων του. Kαι προσ-κύνησε με το πρόσωπο μέχρι το έδαφος.
13 Kαι παίρνοντάς τους και τους δύο, τον Eφραΐμ στα δεξιά του, προς τα αριστερά τού Iσραήλ, και τον Mα-νασσή στα αριστερά του, προς τα δεξιά τού Iσραήλ, πλησίασε σ’ αυτόν.
14 Kαι ο Iσραήλ σηκώνοντας το δεξί του χέρι το έβαλε στο κεφάλι τού Eφραΐμ, που ήταν ο νεότερος, και το αριστερό του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Mανασσή, κάνοντας εναλλαγή στα χέρια του· επειδή, ο Mανασσής ήταν ο πρωτότοκος.
15 Kαι ευλόγησε τον Iωσήφ, και είπε: O Θεός, μπροστά στον οποίο περπάτησαν οι πατέρες μου, ο Aβραάμ και ο Iσαάκ, ο Θεός που με ποίμανε από τη γέννησή μου μέχρι τούτη την ημέρα,