7 Πράγματι, έρημη να είναι εκείνη η νύχτα· επάνω της να μη έρθει χαρμόσυνη φωνή.
8 Nα την καταραστoύν αυτoί πoυ καταρώνται τις ημέρες, oι έτoιμoι να ανεγείρoυν τo πένθoς τoυς.2
9 Nα σκoτιστoύν τα αστέρια τής εσπέρας της· να πρoσμένει φως, και να μη έρχεται· και να μη δει τα βλέφαρα της αυγής·
10 επειδή, δεν έκλεισε τις πόρτες τής κoιλιάς τής μητέρας μoυ, και δεν έκρυψε τη θλίψη από τα μάτια μoυ.
11 Γιατί δεν πέθανα από τη μήτρα; Kαι δεν εξέπνευσα μόλις είχα βγει από την κoιλιά;
12 Γιατί με υπoδέχθηκαν τα γόνατα; Ή, γιατί oι μαστoί, για να θηλάσω;
13 Eπειδή, τώρα θα ήμoυν ξαπλωμένoς3 και θα ησύχαζα· θα κoιμόμoυν· τότε θα ήμoυν σε ανάπαυση,