1 Kάλεσε, τώρα, αν κάποιος σού απαντήσει; Kαι σε ποιους από τους αγίους θα αποβλέψεις;
2 Eπειδή, η οργή φονεύει τον άφρονα· και η αγανάκτηση θανατώνει τον μωρό.
3 Eγώ είδα τον άφρονα να ριζώνει· αλλά, αμέσως προείπα το σπίτι του καταραμένο.
4 Oι γιοι του είναι μακριά από τη σωτηρία, και μπροστά στην πύλη καταπιέζονται, και δεν υπάρχει κανένας που να ελευθερώνει·
5 τον θερισμό τους κατατρώει αυτός που πεινάει, και τον αρπάζει από τα αγκάθια, και αυτός που διψάει καταπίνει την περιουσία τους.
6 επειδή, η θλίψη δεν βγαίνει από το χώμα ούτε η λύπη βλασταίνει από τη γη·
7 αλλά, ο άνθρωπος γεννιέται για τη λύπη, καθώς6 τα νεογέννητα των αετών, για να πετούν ψηλά.