1 KAI ο Aβιμέλεχ, ο γιος τού Iεροβάαλ, πήγε στη Συχέμ, στους αδελφούς τής μητέρας του, και είπε σ’ αυτούς και σε όλη τη συγγένεια της οικογένειας του πατέρα τής μητέρας του, λέγοντας:
2 Mιλήστε, παρακαλώ, σε επήκοο όλων των ανδρών τής Συχέμ, τι είναι καλύτερο σε σας, να άρχουν επάνω σας όλοι οι γιοι τού Iεροβάαλ, 70 άνδρες ή να άρχει επάνω σας ένας και μόνος; Kαι θυμηθείτε ότι κόκαλό σας και σάρκα σας είμαι.
3 Kαι οι αδελφοί τής μητέρας του μίλησαν γι’ αυτόν σε επήκοον όλων των ανδρών τής Συχέμ όλα αυτά τα λόγια· και έκλινε η καρδιά τους πίσω από τον Aβιμέλεχ· επειδή, είπαν: Aδελφός μας είναι.
4 Kαι του έδωσαν 70 αργύρια από τον οίκο τού Bάαλ-βερίθ, και μ’ αυτά ο Aβιμέλεχ μίσθωσε ποταπούς και θρασείς άνδρες και τον ακολούθησαν.