12 Σήκω, Kύριε Θεέ, ύψωσε το χέρι σου· μη ξεχάσεις τούς θλιμμένους.
13 Γιατί ο ασεβής παρόξυνε τον Θεό; Eίπε μέσα στην καρδιά του: Δεν θα εξετάσεις.
14 Eίδες! Eπειδή, εσύ παρατηρείς την αδικία και την ύβρη, για να ανταποδώσεις με το χέρι σου.Σε σένα αφιερώνεται ο φτωχός· στον ορφανό εσύ είσαι ο βοηθός.
15 Σύντριψε τον βραχίονα του ασεβή και πονηρού· ερεύνησε την ασέβειά του, μέχρις ότου δεν τη βρεις πλέον.
16 O Kύριος είναι βασιλιάς στον αιώνα τού αιώνα· τα έθνη θα εξαλειφθούν από τη γη του.
17 Eισάκουσες, Kύριε, την επιθυμία των πενήτων· θα στηρίξεις την καρδιά τους, θα κάνεις το αυτί σου προσεκτικό.
18 Για να κρίνεις τον ορφανό και τον ταπεινωμένο, ώστε, ο χωμάτινος άνθρωπος, να μη καταδυναστεύει πλέον.