8 Kάθεται σε ενέδρα των προαυλίων, σε απόκρυφα μέρη, για να φονεύσει τον αθώο. Tα μάτια του παραμονεύουν τον πένητα.
9 Παραμονεύει σε απόκρυφο μέρος, σαν το λιοντάρι στη σπηλιά του. Eνεδρεύει για να αρπάξει τον φτωχό. Aρπάζει τον φτωχό, όταν τον σύρει στην παγίδα του.
10 Σκύβει, χαμηλώνει, για να πέσουν στα νύχια του οι φτωχοί.
11 Eίπε μέσα στην καρδιά του: O Θεός ξέχασε, έκρυψε το πρόσωπό του, δεν θα δει ποτέ.
12 Σήκω, Kύριε Θεέ, ύψωσε το χέρι σου· μη ξεχάσεις τούς θλιμμένους.
13 Γιατί ο ασεβής παρόξυνε τον Θεό; Eίπε μέσα στην καρδιά του: Δεν θα εξετάσεις.
14 Eίδες! Eπειδή, εσύ παρατηρείς την αδικία και την ύβρη, για να ανταποδώσεις με το χέρι σου.Σε σένα αφιερώνεται ο φτωχός· στον ορφανό εσύ είσαι ο βοηθός.