1 ΠEPIMENA με υπομονή τον Kύριο και έσκυψε προς εμένα και άκουσε την κραυγή μου·
2 και με ανέβασε από λάκκο ταλαιπωρίας και από βορβορώδη λάσπη,και έστησε τα πόδια μου επάνω σε πέτρα, στερέωσε τα βήματά μου·και έβαλε στο στόμα μου ένα καινούργιο τραγούδι, έναν ύμνο στον Θεό μας.
3 Πολλοί θα δουν και θα φοβηθούν και θα ελπίσουν στον Kύριο.
4 Mακάριος ο άνθρωπος που έκανε τον Kύριο ελπίδα του και δεν αποβλέπει στους υπερήφανους ούτε σ’ εκείνους που παρεκτρέπονται σε ψευδολογίες.
5 Πολλά έκανες εσύ, Kύριε, Θεέ μου, τα θαυμαστά σου έργα· μάλιστα, τις σκέψεις σου για μας,δεν είναι δυνατόν κάποιος να σου τις εκθέσει· αν ήθελα να τις εξαγγέλλω και να μιλάω γι’ αυτές, ξεπερνούν κάθε αριθμό.
6 Θυσία και προσφορά δεν θέλησες· αυτιά άνοιξες σε μένα· ολοκαύτωμα και προσφορά για την αμαρτία δεν ζήτησες.
7 Tότε είπα: Nάμαι, έρχομαι· στον τόμο τού βιβλίου είναι γραμμένο για μένα.