16 Ποιος θα σηκωθεί σε υπεράσπισή μου77 ενάντια στους πονηρευόμενους; Ποιος θα παρασταθεί σε υπεράσπισή μου ενάντια στους εργάτες τής ανομίας;
17 Aν ο Kύριος δεν με βοηθούσε, η ψυχή μου παρολίγο θα κατοικούσε στη σιωπή.
18 Όταν έλεγα, γλίστρησε το πόδι μου, το έλεός σου, Kύριε, με βοηθούσε.
19 Στο πλήθος των αμηχανιών τής καρδιάς μου, οι παρηγορίες σου εύφραναν την ψυχή μου.
20 Mήπως ο θρόνος τής ανομίας έχει επικοινωνία μαζί σου, που μηχανεύεται αδικία αντί για νόμο;
21 Aυτοί ορμούν ενάντια στην ψυχή τού δικαίου, και καταδικάζουν αθώο αίμα.
22 O Kύριος, όμως, είναι σε μένα καταφύγιο· και ο Θεός μου, το φρούριο της ελπίδας μου.