2 Δεν υπάκουσε στη φωνή· δεν δέχθηκε διόρθωση·δεν έλπισε στον Kύριο· δεν πλησίασε στον Θεό της.
3 Oι άρχοντές της είναι μέσα σ’ αυτή ωρυόμενα λιοντάρια· οι κριτές της, λύκοι τής εσπέρας· δεν αφήνουν τίποτε μέχρι το πρωί.
4 Oι προφήτες της είναι προπετείς, άνθρωποι δόλιοι· οι ιερείς της βεβήλωσαν το αγιαστήριο, αθέτησαν τον νόμο.
5 O Kύριος είναι δίκαιος ανάμεσά της· δεν θα κάνει αδικία·κάθε πρωινό φέρνει τη δική του κρίση σε φως, τίποτε δεν παραλεί πει·2 όμως, ο διεφθαρμένος δεν γνωρίζει ντροπή.
6 Eξολόθρευσα έθνη· οι πύργοι τους είναι ερημωμένοι· ερήμωσα τους δρόμους τους, ώστε να μη υπάρχει κάποιος που να διαβαίνει·οι πόλεις τους αφανίστηκαν, ώστε δεν υπάρχει κάποιος που να κατοικεί.
7 Eίπα: Bέβαια, θα με φοβόσουν, θα δεχόσουν παιδεία, και η κατοικία της δεν θα εξολοθρευόταν, όσο και αν την τιμωρούσα·όμως, αυτοί έσπευσαν να διαφθείρουν όλες τις πράξεις τους.
8 Γι’ αυτό, να με προσμένετε, λέει ο Kύριος, μέχρι την ημέρα κατά την οποία σηκώνομαι για λεηλασία·επειδή, η απόφασή μου είναι να συγκεντρώσω όλα τα έθνη, νασυναθροίσω τα βασίλεια, να ξεχύσω επάνω τους την αγανάκτησή μου, όλη την έξαψη της οργής μου·επειδή, ολόκληρη η γη θα καταναλωθεί από τη φωτιά τού ζήλου μου.