1 Ἰδέτε πόσον μεγάλην ἀγάπην μᾶς ἔδωκεν ὁ Πατέρας, ὥστε νὰ ὀνομασθοῦμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ὁ κόσμος δὲν μᾶς ἀναγνωρίζει διότι δὲν ἐγνώρισε αὐτόν.
2 Ἀγαπητοί, τώρα εἴμεθα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ἀκόμη δὲν ἔχει φανερωθῆ τί θὰ εἴμεθα. Γνωρίζομεν ὅμως, ὅτι ὅταν φανερωθῇ, θὰ εἴμεθα ὅμοιοι μὲ αὐτόν, διὸτι θὰ τὸν ἰδοῦμε ὅπως εἶναι.
3 Καὶ ὅποιος ἔχει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα εἰς αὐτόν, ἁγνίζεται, ὅπως ἐκεῖνος εἶναι ἁγνός.
4 Ὅποιος κάνει τὴν ἁμαρτίαν, κάνει καὶ τὴν ἀνομίαν διότι ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀνομία.
5 Ξέρετε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθηκε διὰ νὰ σηκώσῃ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν ἁμαρτία.
6 Ὅποιος μένει ἐν αὐτῷ δὲν ἁμαρτάνει· ὅποιος ἁμαρτάνει δὲν τὸν ἔχει ἰδῆ οὔτε τὸν ἐγνώρισε.
7 Παιδιά, κανεὶς ἂς μὴ σᾶς πλανᾷ. Ὅποιος κάνει τὸ ὀρθόν, εἶναι δίκαιος, ὅπως ἐκεῖνος εἶναι δίκαιος.