11 Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολή, τὴν ὁποίαν ἀκούσατε ἀπὸ τὴν ἀρχήν: νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
12 Ὄχι ὅπως ὁ Κάϊν ποὺ ἦτο ἀπὸ τὸν πονηρὸν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφόν του. Καὶ διατί τὸν ἔσφαξε; Διότι τὰ ἔργα του ἦσαν πονηρά, τοῦ δὲ ἀδελφοῦ του ἦσαν δίκαια.
13 Νὰ μὴ σᾶς φαίνεται παράξενον πρᾶγμα, ἀδελφοί μου, ἐὰν ὁ κόσμος σᾶς μισῇ.
14 Ἐμεῖς ξέρομεν ὅτι ἔχομεν μεταβῆ ἀπὸ τὸν θάνατον εἰς τὴν ζωήν, διότι ἀγαπᾶμε τοὺς ἀδελφούς· ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τοὺς ἀδελφούς, μένει μέσα εἰς τὸν θάνατον.
15 Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφόν του, εἶναι φονηᾶς, καὶ ξέρετε ὅτι κανεὶς φονηᾶς δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον μέσα του.
16 Μὲ τοῦτο ἐγνωρίσαμεν τί εἶναι ἀγάπη: ὅτι ἐκεῖνος ἔδωκε τὴν ζωήν του γιὰ μᾶς. Ἔτσι ὀφείλομεν καὶ ἐμεῖς νὰ δίνωμεν τὴν ζωήν μας ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν.
17 Ἀλλ᾽ ἐὰν ἕνας ἔχῃ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου καὶ βλέπῃ τὸν ἀδελφόν του νὰ ἔχῃ ἀνάγκην, καὶ ὅμως τοῦ κλείσῃ τὴν καρδιά του, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μένῃ μέσα του ἡ ἀγάπη διὰ τὸν Θεόν;